- ορκίζομαι
- jurer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ορκίζομαι — ορκίζομαι, ορκίστηκα, ορκισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: ορκίζομαι : σημαίνει κυρίως → δίνω όρκο, υπόσχομαι με όρκο ή βεβαιώνω κατηγορηματικά. Σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του ορκίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μνέω — ορκίζομαι («τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομνέγω, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο και του ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
διόμνυμι — και διομνύω (Α) [όμνυμι] 1. ορκίζομαι επίσημα 2. (αττ. δίκ.) ορκίζομαι ως διάδικος κατά την ανάκριση 3. φρ. «διομόσασθαί τινα» ορκίζομαι στη ζωή κάποιου 4. «μή, μηδὲν διομόσασθαι» αρνούμαι ενόρκως … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
αντόμνυμι — ἀντόμνυμι (Α) 1. ορκίζομαι και ο ίδιος 2. (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως κατήγορος, ότι οι κατηγορίες μου θα είναι αληθείς ή, ως κατηγορούμενος, ότι θα απολογηθώ με ειλικρίνεια … Dictionary of Greek
απόμνυμι — ἀπόμνυμι κ. ύω (Α) [όμνυμι κ. ύω] 1. ορκίζομαι ότι δεν θα κάνω κάτι 2. αρνούμαι με όρκο 3. (για τέκνα) αποκηρύσσω με όρκο 4. ορκίζομαι 5. ( ομαι) καταθέτω επίσημα … Dictionary of Greek
επιορκώ — (AM ἐπιορκῶ, έω) νεοελλ. μσν. 1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.) 2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου αρχ. (μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι» α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό β) (απλώς)… … Dictionary of Greek
επόμνυμι — ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α) 1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τούς έλεγε, Ομ. Ιλ.) β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῡμαι» και επί πλέον θα κάνω… … Dictionary of Greek
κατόμνυμι — (ΑΜ) διαβεβαιώ ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», Ευρ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, εκφέρω όρκο 3. μέσ. κατόμνυμαι κατηγορώ κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης… … Dictionary of Greek
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
προσεπόμνυμι — Α ορκίζομαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι»] … Dictionary of Greek